κυρίως

κυρίως
κῡρίως, Adv. of κύριος,
A like a lord or master, with full authority,

τὰς πόλεις κ. παρείληφεν Isoc.4.137

;

κ. ζημιοῦν Arist.Ath.3.6

, SIG1004.11 (Oropus, iv B.C.).
II surely, by fixed decree, A.Ch.785 (lyr.).
2 regularly, lawfully, κ. ἔχειν to be fixed, hold good, Id.Ag.178 (lyr.), Is.7.26;

κ. γίγνεσθαι Pl.Lg.925c

; κ. αἰτεῖσθαι, suo jure, S.Ph.63;

δόντος τοῦ πατρός D.36.32

.
III precisely, exactly,

διόψεσθαι τὸ ἀληθές Pl.Prm.136c

.
IV properly,

πρώτως καὶ κ. Arist.EN1157a31

; τὸ κ. [ἓν καὶ εἶναι] Id.de An.412b9; esp. of words, in the proper sense, opp. μεταφορᾷ or

κατὰ μεταφοράν, κ. κατά τινος κατηγορεῖσθαι Id.Top.123a35

, cf. 139b36;

κ. λέγεσθαι Id.Metaph.1015a14

, cf. Str. 3.5.5, Phld.Po.5.19, etc.;

ἡ λέξις αὕτη τοῦτο σημαίνει κ. Plb.2.22.1

; properly speaking, D.T.632.23: [comp] Comp. -ώτερον

, λέγεσθαι Arist.EN 1098a6

: [comp] Sup. -ώτατα

, λέγεσθαι Id.Cat.14a27

.
V in a special (i.e. exceptional) sense, Olymp.in Mete.306.29.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυρίως — (AM κυρίως) βλ. κύριος …   Dictionary of Greek

  • κυρίως — κύριος having power masc acc pl (doric) κῡρίως , κύριος having power adverbial κῡρίως , κύριος having power masc acc pl (doric) κῡρίως , κύριος having power adverbial κῡρίως , κύριος having power masc/fem acc pl (doric) κῡρίως , κυρίως like… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγουροφυτεύω — (κυρίως για αμπέλια) φυτεύω πρόωρα κλήματα σε νέα φυτεία αμέσως μετά την αποκοπή τους, χωρίς να τά θάψω προηγουμένως σε λάκκο για να ριζοβολήσουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + φυτεύω. ΠΑΡ. αγουροφύτι] …   Dictionary of Greek

  • αλάρω — (κυρίως ναυτ. όρος) σύρω έξω, τραβώ, ρυμουλκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. alare «ρυμουλκώ, σύρω πλοίο»] …   Dictionary of Greek

  • αλαργάρω — (κυρίως ναυτ. όρος) 1. απομακρύνομαι, ανοίγομαι στο πέλαγος 2. απομακρύνω, αλαργεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ρ. allargare «ευρύνω, ομαι, εκτείνω, ομαι, απλώνω, ομαι». ΠΑΡ. νεοελλ. αλαργάρισμα] …   Dictionary of Greek

  • παρασημαίνω — κυρίως το μέσ. παρασημαίνομαι ΝΜΑ βάζω ψευδές σήμα, παραχαράσσω, παραποιώ νεοελλ. μσν. φανερώνω με σημεία, συμβολίζω νεοελλ. μέσ. παρασημαίνομαι μαθαίνω κάτι με σήματα ή σύμβολα αρχ. 1. (για ζώα) εκδηλώνω, προδίδω με την έκφραση 2. βάζω σημάδι… …   Dictionary of Greek

  • μαρτυριάρης, -α, -ικο — (κυρίως για παιδιά), αυτός που καταδίνει, μαρτυράει τις αταξίες ή τα μυστικά των συντρόφων του, ο καταδότης: Δε σου λέω το μυστικό μου γιατί είσαι μαρτυριάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”